Happy new fear

Σήμερα ο Γάτος έχει γενέθλια. Τριάντα τριών, άντε, τριάντα τεσσάρων, δεν θυμάμαι –είμαι σίγουρος πως θα συγχωρέσει το λάθος μου, επικαλούμενος, πέρα από την αδελφική μας φιλία, την καταστροφή των κυττάρων της μνήμης που επιφέρει η μακροχρόνια χρήση αλκοόλ. Όσοι τον αγαπούν, να τον χαίρονται. Όσοι δεν τον αγαπούν, καλή καρδιά.

Σκέφτομαι πως κοντά στα γενέθλια του Γάτου είναι και τα δικά μου γενέθλια. Πάνε δεκαεφτά ολόκληρα χρόνια από τότε που παρουσιάστηκα σε στρατόπεδο λίγο πιο κάτω απ’ τον ισθμό. Στην αρχή ήμουν ψάρακας, δυόμιση μήνες. Μετά έγινα λοχίας. Τώρα κοντεύω να γίνω κουφάρι.

Πρώτα με τοποθέτησαν στο Α2 Γραφείο. Να παραλαμβάνω σήματα, ρητά και άρρητα, να μεταφέρω επιστολές, διαβαθμισμένες και αδιαβάθμητες, να στέλνω σήματα, καπνού ή πίπας. Τα πήγα περίφημα, γι’ αυτό με σούταραν.

Μ’ έριξαν στον λόχο Διοικήσεως, ειδικότητα «Επιβλέπων καλλωπισμού και στοιχίσεως παρελάσεων». Όσοι έχουν πάει, θα τα ξέρουν. Όσοι όχι, καλύτερα να μη τα μάθουν.

Να περίπου τι έκανα.

Τσέκαρα την αμφίεση των στρατιωτών: η στολή να ’ναι σιδερωμένη, όμοια με τις σιδερωμένες καρδιές των οπλιτών, οι μπότες να ’ναι γυαλισμένες, όμοιες με των δεκαοχτάχρονων κοριτσιών που μια αράδα να διάβαζαν για το τι γινόταν εβδομήντα χρόνια πριν στα μέρη που φραπεδιάζονται θα τις έκαιγαν στο τζάκι ή θα τις σούταραν στον σκουπιδοτενεκέ της γειτονιάς τους, το δίκοχο να ’ναι στητό, σαν το πέος που οι γερασμένες γλάστρες της ΤV γλείφουν, μπας και το αιδοίο τους ποτιστεί, και μαζί μ’ αυτό ανανεωθεί και η σύμβασή τους, η γραβάτα να ’ναι δεμένη σωστά, πρόβα για τη θηλιά που την πρώτη μέρα της απόλυσης τους περιμένει.

Τέτοια.

Έπειτα έπρεπε να τους στοιχήσω. Οι νταγλαράδες πρώτα, κατόπιν οι ζητάδες, οι δίες ή όποιοι άλλοι θεοί του πολέμου, στη μέση οι νορμάλ –μετέπειτα δημόσιοι υπάλληλοι με κεκτημένα και αποδεικτικά εγγραφής στις κλαδικές– και στο τέλος οι γιωτάδες
–καρπαζοεισπράκτορες των μπορντέλων, ή όπως ονομάζονται οι κλητήρες στα σπίτια με τα κόκκινα φανάρια. Φυσικά, προηγούνταν όλων οι γαλονάδες, οι πουλάδες, οι περιστεράδες, και, υπεράνω όλων, οι γερακαράδες – πτηνά της ζούγκλας που ούτε να τα καθαρίσεις δεν σου πάει η καρδιά.

Τέτοια.

Και ήρθε κάποια στιγμή που «έχω την τιμήν να σας ανακοινώνω το πέρας της παρελάσεως». Και στολές έγιναν ζέμπρες, οι μπότες γαλότσες, το δίκοχο ψάθινο καπέλο, η γραβάτα γόρδιος δεσμός. Όσο για τους νταγλαράδες, τους νορμάλ και τους μπασμένους, τις ξιφολόγχες τους μετρούν – για ένα κορμί ή για μια τυρόπιτα, δεν ξέρω. Για τους γαλονάδες, δε, ποντίκια κάνουν με τα γαλόνια το πετρέλαιο που κουβαλούν, τις σορούς τους να ζεστάνουν.

Εγώ πάλι, χαρτί αποσπάσεως πήρα σε στρατόπεδο άλλο, δυτικά της πόλης. Α2, πάλι. Να παραλαμβάνω σήματα ρητά και άρρητα, να μεταφέρω επιστολές διαβαθμισμένες και αδιαβάθμητες, να στέλνω σήματα καπνού ή πίπας.

Γαμώ την τύχη μου!

This entry was posted in work. Bookmark the permalink.

Σχολιάστε