Απλώς αντιγράφω
[Βογκούσε, του ’κανε καλό να βογκάει. Την πρώτη φορά στην απομόνωση βογκούσε συνέχεια και χαιρόταν ν’ ακούει τη φωνή του. Κάτι απόμεινε, δε χάθηκαν όλα. Το έκαναν πολλοί αυτό στα κελιά, μερικοί στην αρχή, άλλοι αργότερα, όταν αισθάνονταν μοναξιά. Τότε αρχίζανε, ήταν κάτι ανθρώπινο, τους παρηγορούσε.]
[Όχι, έχετε δίκιο, δεν επιτρέπεται να δουλεύει κανείς με την ώρα, ρίξτε το λοιπόν στο μουσούνισμα και στο ανασκάλεμα. Θα σας σφάξουν, εδώ είστε, κοιτάξτε το σφαγείο, το σφαγείο των χοίρων. Υπάρχουν παλιές εγκαταστάσεις, εσείς όμως έρχεστε σ’ ένα καινούριο μοντέλο. Είναι φωτεινό, φτιαγμένο από κόκκινη πέτρα, θα μπορούσε να το περάσει κανείς απ’ έξω για μηχανουργείο, για κάποια βιοτεχνία ή για αίθουσα κατασκευών. Εγώ πηγαίνω κάνοντας το γύρω απ’ την άλλη μεριά, καλά μου γουρουνάκια, γιατί εγώ είμαι άνθρωπος, θα μπω από κείνη την πόρτα, θα σας ξαναδώ μέσα.]
[Δεν αντιστέκεται το ζώο, παραδίνεται, παραδίνεται με παράξενη ευκολία, σαν να συμφωνεί, σαν να το κάνει τώρα με τη θέλησή του, αφού τα είδε όλα και ξέρει: αυτή είναι η μοίρα του και δεν περνάει πια τίποτε απ’ το χέρι του. Παίρνει ίσως την κίνηση του διώκτη του για χάδι, γιατί αυτός φαίνεται τόσο καλοσυνάτος. Ακολουθεί τα χέρια του που το τραβάνε, κλείνει το κεφάλι στο πλάι, ανασηκώνει τη μουσούδα.]
[… πως η κωμωδία Coeur-Bube είναι μια συναρπαστική κωμωδία, ποιον συναρπάζει, τι συναρπάζει, με τι συναρπάζει, δεν έχω ανάγκη να με συναρπάσουν.]
[… υπάρχει πολύς κόσμος που μένει ξαφνικά απένταρος, κι ανεβαίνω τότε γω, ρίχνω μια ματιά σ’ όλα κι αυτοί διηγούνται τι πάθανε, τι συμφορά τους βρήκε και αχ, να τους έπεφτε λίγο παραδάκι στο χέρι. Και στο δικό σας το σπίτι κάτι αγόρασα, οι άνθρωποι έχουν μεγάλη ανάγκη, μια μηχανή για στύψιμο κι ένα μικρό ψυγείο πάγου, χαίρονται που θα το ξεφορτωθούν. Κι ύστερα κατεβαίνω, πόσο θα ’θελα να τ’ αγόραζα όλα, κάτω όμως με πιάνει η στενοχώρια: δεν υπάρχει φράγκο, φράγκο.]
[Είναι στ’ αλήθεια γελοίο να χαιρόμαστε. Κι όμως, χαιρόμαστε σαν έρχεται τ’ όμορφο φως, λευκό και δυνατό, κι απλώνεται στους δρόμους και ξυπνάνε στα δωμάτια όλα τα χρώματα, και να τα πρόσωπα, να τα χαρακτηριστικά. [….] Ανάτειλε λοιπόν, ήλιε δε μας τρομάζεις. Τα πολλά χιλιόμετρα μας είναι αδιάφορα, η διάμετρος, ο όγκος σου. Ανάτειλε λοιπόν, ζεστέ ήλιε, λαμπρό φως, ανάτειλε. Δεν είσαι μεγάλος, δεν είσαι μικρός, είσαι χαρά.]
[Άστε με να ησυχάσω, να ησυχάσω. Το χέρι κόπηκε, δεν ξαναφυτρώνει. Με πετάξανε απ’ το αμάξι, το μυαλό μου όμως τ’ αφήσανε άθικτο, πρέπει να προχωρήσουμε, να τα βγάλουμε πέρα, να τραβήξουμε το κάρο απ’ το βούρκο. Ας σταθούμε πρώτα στα πόδια μας.]
[Αν δεν κάνεις τώρα κάτι, Φραντς, κάτι πραγματικό, τελεσίδικο, αποτελεσματικό, αν δεν πάρεις στο χέρι μια μαγκούρα, μια σπάθα και δεν αρχίσεις να βαράς γύρω σου, αν δεν κινηθείς αμέσως, αδιάφορο πώς, τότε, Φραντς, Φράντσεκεν, μικρούλη μου Μπίμπερκοπφ, ξόφλησες οριστικά! Τότε φώναξέ τους να σου πάρουνε τα μέτρα για την κάσα.]
[Ζούμε σαν τα ζώα, όμως όλο και κάτι μαθαίνουμε με τον καιρό. […] Λένε: θέλουμε να ακουστεί η φωνή μας στη βουλή. Δε φτιάχνουνε καλύτερα, λέω εγώ, μια χορωδία; […] Η νομιμότητα όμως δεν είναι παρά η ωμή βία, ο βούρδουλας αυτών που ’χουν το πάνω χέρι. Οι ιεροκήρυκες των εκλογών επιδιώκουν την παραπλάνησή μας, την εξουδετέρωση της αντίστασής μας, τη συσκότιση. Δεν θέλουν να καταλαβαίνουμε τι θα πει νομιμότητα, τι θα πει κράτος. Εμείς είμαστε καλοί μόνο σαν βαστάζοι. Να πού το πάνε οι πολιτικάντηδες. Να διαπαιδαγωγήσουνε βαστάζουν και υποζύγια.]
[Κι έστεψα το κεφάλι κι αντίκρισα κάθε λογής αδικία κάτω απ’ τον ήλιο, κι απόρησα: γιατί τα δάκρυα ήταν εκείνων που αδικήθηκαν και που δεν είχαν κανέναν να τους παρηγορήσει και γιατί οι αδικηθέντες ήταν πανίσχυροι. Και είπα: μακάριοι οι νεκροί, μακάριοι όσοι πρόλαβαν και πέθαναν. Μακάριοι οι νεκροί, είπα. Κάθε πράγμα στον καιρό του, το κομμάτιασμα και το ράψιμο, η συνέπεια κι η ασυνέπεια. Τους νεκρούς μακάριζα που κείτονται κάτω απ’ τα δέντρα, που κοιμούνται.]
[Γι’ αυτό λέω ότι δεν υπάρχει τίποτε καλύτερο απ’ το να ’σαι χαρούμενος. Καλύτερο απ’ το να ’σαι χαρούμενος. Ας χαρούμε. Δεν υπάρχει τίποτε καλύτερο στον κόσμο απ’ το να γελάς και να ’σαι χαρούμενος.]
Γραμμένο στα 1929 από τον Άλφρεντ Ντέμπλιν.