Σας θυμίζει κάτι;

Απλώς αντιγράφω

[Βογκούσε, του ’κανε καλό να βογκάει. Την πρώτη φορά στην απομόνωση βογκούσε συνέχεια και χαιρόταν ν’ ακούει τη φωνή του. Κάτι απόμεινε, δε χάθηκαν όλα. Το έκαναν πολλοί αυτό στα κελιά, μερικοί στην αρχή, άλλοι αργότερα, όταν αισθάνονταν μοναξιά. Τότε αρχίζανε, ήταν κάτι ανθρώπινο, τους παρηγορούσε.]

[Όχι, έχετε δίκιο, δεν επιτρέπεται να δουλεύει κανείς με την ώρα, ρίξτε το λοιπόν στο μουσούνισμα και στο ανασκάλεμα. Θα σας σφάξουν, εδώ είστε, κοιτάξτε το σφαγείο, το σφαγείο των χοίρων. Υπάρχουν παλιές εγκαταστάσεις, εσείς όμως έρχεστε σ’ ένα καινούριο μοντέλο. Είναι φωτεινό, φτιαγμένο από κόκκινη πέτρα, θα μπορούσε να το περάσει κανείς απ’ έξω για μηχανουργείο, για κάποια βιοτεχνία ή για αίθουσα κατασκευών. Εγώ πηγαίνω κάνοντας το γύρω απ’ την άλλη μεριά, καλά μου γουρουνάκια, γιατί εγώ είμαι άνθρωπος, θα μπω από κείνη την πόρτα, θα σας ξαναδώ μέσα.]

[Δεν αντιστέκεται το ζώο, παραδίνεται, παραδίνεται με παράξενη ευκολία, σαν να συμφωνεί, σαν να το κάνει τώρα με τη θέλησή του, αφού τα είδε όλα και ξέρει: αυτή είναι η μοίρα του και δεν περνάει πια τίποτε απ’ το χέρι του. Παίρνει ίσως την κίνηση του διώκτη του για χάδι, γιατί αυτός φαίνεται τόσο καλοσυνάτος. Ακολουθεί τα χέρια του που το τραβάνε, κλείνει το κεφάλι στο πλάι, ανασηκώνει τη μουσούδα.]

[… πως η κωμωδία Coeur-Bube είναι μια συναρπαστική κωμωδία, ποιον συναρπάζει, τι συναρπάζει, με τι συναρπάζει, δεν έχω ανάγκη να με συναρπάσουν.]

[… υπάρχει πολύς κόσμος που μένει ξαφνικά απένταρος, κι ανεβαίνω τότε γω, ρίχνω μια ματιά σ’ όλα κι αυτοί διηγούνται τι πάθανε, τι συμφορά τους βρήκε και αχ, να τους έπεφτε λίγο παραδάκι στο χέρι. Και στο δικό σας το σπίτι κάτι αγόρασα, οι άνθρωποι έχουν μεγάλη ανάγκη, μια μηχανή για στύψιμο κι ένα μικρό ψυγείο πάγου, χαίρονται που θα το ξεφορτωθούν. Κι ύστερα κατεβαίνω, πόσο θα ’θελα να τ’ αγόραζα όλα, κάτω όμως με πιάνει η στενοχώρια: δεν υπάρχει φράγκο, φράγκο.]

[Είναι στ’ αλήθεια γελοίο να χαιρόμαστε. Κι όμως, χαιρόμαστε σαν έρχεται τ’ όμορφο φως, λευκό και δυνατό, κι απλώνεται στους δρόμους και ξυπνάνε στα δωμάτια όλα τα χρώματα, και να τα πρόσωπα, να τα χαρακτηριστικά. [….] Ανάτειλε λοιπόν, ήλιε δε μας τρομάζεις. Τα πολλά χιλιόμετρα μας είναι αδιάφορα, η διάμετρος, ο όγκος σου. Ανάτειλε λοιπόν, ζεστέ ήλιε, λαμπρό φως, ανάτειλε. Δεν είσαι μεγάλος, δεν είσαι μικρός, είσαι χαρά.]

[Άστε με να ησυχάσω, να ησυχάσω. Το χέρι κόπηκε, δεν ξαναφυτρώνει. Με πετάξανε απ’ το αμάξι, το μυαλό μου όμως τ’ αφήσανε άθικτο, πρέπει να προχωρήσουμε, να τα βγάλουμε πέρα, να τραβήξουμε το κάρο απ’ το βούρκο. Ας σταθούμε πρώτα στα πόδια μας.]

[Αν δεν κάνεις τώρα κάτι, Φραντς, κάτι πραγματικό, τελεσίδικο, αποτελεσματικό, αν δεν πάρεις στο χέρι μια μαγκούρα, μια σπάθα και δεν αρχίσεις να βαράς γύρω σου, αν δεν κινηθείς αμέσως, αδιάφορο πώς, τότε, Φραντς, Φράντσεκεν, μικρούλη μου Μπίμπερκοπφ, ξόφλησες οριστικά! Τότε φώναξέ τους να σου πάρουνε τα μέτρα για την κάσα.]

[Ζούμε σαν τα ζώα, όμως όλο και κάτι μαθαίνουμε με τον καιρό. […] Λένε: θέλουμε να ακουστεί η φωνή μας στη βουλή. Δε φτιάχνουνε καλύτερα, λέω εγώ, μια χορωδία; […] Η νομιμότητα όμως δεν είναι παρά η ωμή βία, ο βούρδουλας αυτών που ’χουν το πάνω χέρι. Οι ιεροκήρυκες των εκλογών επιδιώκουν την παραπλάνησή μας, την εξουδετέρωση της αντίστασής μας, τη συσκότιση. Δεν θέλουν να καταλαβαίνουμε τι θα πει νομιμότητα, τι θα πει κράτος. Εμείς είμαστε καλοί μόνο σαν βαστάζοι. Να πού το πάνε οι πολιτικάντηδες. Να διαπαιδαγωγήσουνε βαστάζουν και υποζύγια.]

[Κι έστεψα το κεφάλι κι αντίκρισα κάθε λογής αδικία κάτω απ’ τον ήλιο, κι απόρησα: γιατί τα δάκρυα ήταν εκείνων που αδικήθηκαν και που δεν είχαν κανέναν να τους παρηγορήσει και γιατί οι αδικηθέντες ήταν πανίσχυροι. Και είπα: μακάριοι οι νεκροί, μακάριοι όσοι πρόλαβαν και πέθαναν. Μακάριοι οι νεκροί, είπα. Κάθε πράγμα στον καιρό του, το κομμάτιασμα και το ράψιμο, η συνέπεια κι η ασυνέπεια. Τους νεκρούς μακάριζα που κείτονται κάτω απ’ τα δέντρα, που κοιμούνται.]

[Γι’ αυτό λέω ότι δεν υπάρχει τίποτε καλύτερο απ’ το να ’σαι χαρούμενος. Καλύτερο απ’ το να ’σαι χαρούμενος. Ας χαρούμε. Δεν υπάρχει τίποτε καλύτερο στον κόσμο απ’ το να γελάς και να ’σαι χαρούμενος.]

Γραμμένο στα 1929 από τον Άλφρεντ Ντέμπλιν.

Posted in books | Σχολιάστε

Ο βασιλιάς της άχνης

Ήταν από τα ελάχιστα μεσημεριανά που με πήρε ο ύπνος. Μάλλον από κούραση
–εορταστική περίοδος γαρ, και η δουλειά εξοντωτική. Αποτυπώνω τον σύντομο διάλογο, όσο τον θυμάμαι, και μάλλον τον θυμάμαι καλά – θα γίνει σαφές.

«Βασιλόπιπα, ρε μαλάκα;! Βασιλόπιπα;!»

Από μέσα μου: Ως προς την κλιτική προσφώνηση, έχει καλώς. Ως προς τη νοηματική συνάφειά της όμως με την πρόταση καθαυτή;

«Δεν αντιλαμβάνομαι…»

«Καλά, περίμενε να πας στη δουλειά, και θα αντιληφθείς».

Και αντιλήφθηκα.

Η αλήθεια είναι ότι αντιλήφθηκα πριν πάω στη δουλειά. Και αντιλήφθηκα ότι, όταν θα έφτανα, δύο τινά θα συνέβαιναν: ή θα έβλεπα κάποιον νέο συνάδελφο να στρογγυλοκάθεται στην καρέκλα μου, που όταν σηκώνεσαι λες και εκσπερματώνει ο αποπάνω σου, ή ότι δεν θα χρειαζόταν να τον δω, καθότι θα έπρεπε να επισκεφτώ το λογιστήριο της επιχείρησης, όχι βέβαια για πρωινό με το υπαλληλικό προσωπικό, αλλά για την επίδοση της απόλυσής μου, συνοδευόμενης από ένα φάκελο, το περιεχόμενο του οποίου θα μου έφτανε για μια δωδεκάδα κωλόχαρτα, ένα κουτί στιγμιαίο καφέ και μια εξάδα μαντίλια, για να κλαίω τη μοίρα μου.

Δεν συνέβη τίποτα από αυτά. Απεναντίας, η ρεσεψιονίστ, αλλά και κάθε άλλη θηλυκή ύπαρξη, μου χάριζαν τα πιο πονηρά χαμόγελα στον κόσμο. Ομαδικό καμάκι χωρίς να κουνήσω το δάχτυλό μου, χωρίς να ανοίξω το στόμα μου – ποιος θα το πίστευε! Αν δεν επρόκειτο για πλάκα, θα έπρεπε να βγάλω από τον Σποτρ Μπίλι σάκο μου ένα από αυτά τα μηχανήματα, προτεραιότητας, που έχουν οι τράπεζες, αφού πρώτα προμηθευτώ το σύνολο των προφυλακτικών από τα περίπτερα του σταθμού και τον συνοικιών πέριξ αυτού, και να δηλώσω με ύφος εκατό καρδιναλίων: «Με τη σειρά, μη σπρώχνεστε…»

Στάθηκα άτυχος, όσο και οι τυπογράφοι, που, αν με γνώριζαν, θα ήμουν αφάνταστα πιο άτυχος, όσο και το τμήμα αναλωσίμων, που αγόρασε δεκάδες μαύρους μαρκαδόρους, όσο και το τμήμα διαφήμισης, που προσπαθούσε, μάταια, να εξηγήσει τα ανεξήγητα, και που στην προσπάθειά του να σώσει τα άσωστα υποσχέθηκε δωρεάν διαφήμιση γλυκών, πικρών, άγλυκων, σοροπιαστών,  ασοράπιοστων, γκαταϊφιών με χωρίστρα δεξιά, γκαταϊφιών με χωρίστρα αριστερά, γκαταϊφιών με χωρίστρα στη μέση, γκαταϊφιών φαλακρών, γκαταϊφιών με πιτυρίδα, ομαλών, ανώμαλων, ανωμάλων 4Χ4, μπαμπάδων, μαμάδων, πουρακίων, πιπών, τσιμπουκιών, καριοκών, καριολών, παγωτών πύραυλων (αντιαρματικών, εδάφους αέρος, εδάφους εδάφους, αέρος αέρος – για περισσότερες λεπτομέρειες, βλ. Φερέτης, Θεσσαλονίκη, 28η Οκτωβρίου), όσο και το τμήμα διανομής, που αντί για καφέ έπινε κατασταλτικές ουσίες τόσης δοσολογίας, ίσα για να βρει τον δρόμο στα περίπτερα, προκειμένου τα τελευταία να μη μεταβληθούν σε περίφτερα…

Δεν ξέρω πώς κατέληξε η ιστορία.

Δύο πράγματα ξέρω:

(α) Μια γαμημένη γραμματοσειρά μπορεί να σε κρατήσει ξύπνιο όλο το βράδυ – για να λέμε του στραβού το δίκιο, ένας γαμημένος σελιδοποιός / γραφίστας μπορεί να σε κρατήσει ξύπνιο όλο το βράδυ, εγώ απλώς γαμήθηκα στην αϋπνία. Οπότε, όπου συντρέχει λόγος: ή γαμάς τη γραμματοσειρά, πράγμα δύσκολο, εφόσον πρέπει να γαμήσεις πρώτα τον γραφίστα, ή γαμάς τον γραφίστα, πράγμα εξίσου δύσκολο, εφόσον πρώτα πρέπει να γαμήσεις τον art director, πράγμα εξίσου δύσκολο, εφόσον αυτός πρέπει να γαμήσει τον σχεδιαστή της συγκεκριμένης γραμματοσειράς, και πού να τον βρει, μπορεί να έχει τινάξει τα πέταλα, τα σέπαλα και κάθε άλλο μέρος του σαρκίου του, ή υποχρεώνεις τον σελιδοποιό να ξεχωρίσει τα επίμαχα γράμματα, προκειμένου να μη γαμηθούν οι ανωτέρω κύριοι, και μαζί μ’ αυτούς κι εσύ.

(β) Μια γαμημένη γραμματοσειρά δεν εξασφαλίζει είκοσι (+-) βραδιές με το γυναικείο υπαλληλικό προσωπικό. Το πολύ πολύ κάποια χαμόγελα…

Posted in work | Σχολιάστε

Happy new fear

Σήμερα ο Γάτος έχει γενέθλια. Τριάντα τριών, άντε, τριάντα τεσσάρων, δεν θυμάμαι –είμαι σίγουρος πως θα συγχωρέσει το λάθος μου, επικαλούμενος, πέρα από την αδελφική μας φιλία, την καταστροφή των κυττάρων της μνήμης που επιφέρει η μακροχρόνια χρήση αλκοόλ. Όσοι τον αγαπούν, να τον χαίρονται. Όσοι δεν τον αγαπούν, καλή καρδιά.

Σκέφτομαι πως κοντά στα γενέθλια του Γάτου είναι και τα δικά μου γενέθλια. Πάνε δεκαεφτά ολόκληρα χρόνια από τότε που παρουσιάστηκα σε στρατόπεδο λίγο πιο κάτω απ’ τον ισθμό. Στην αρχή ήμουν ψάρακας, δυόμιση μήνες. Μετά έγινα λοχίας. Τώρα κοντεύω να γίνω κουφάρι.

Πρώτα με τοποθέτησαν στο Α2 Γραφείο. Να παραλαμβάνω σήματα, ρητά και άρρητα, να μεταφέρω επιστολές, διαβαθμισμένες και αδιαβάθμητες, να στέλνω σήματα, καπνού ή πίπας. Τα πήγα περίφημα, γι’ αυτό με σούταραν.

Μ’ έριξαν στον λόχο Διοικήσεως, ειδικότητα «Επιβλέπων καλλωπισμού και στοιχίσεως παρελάσεων». Όσοι έχουν πάει, θα τα ξέρουν. Όσοι όχι, καλύτερα να μη τα μάθουν.

Να περίπου τι έκανα.

Τσέκαρα την αμφίεση των στρατιωτών: η στολή να ’ναι σιδερωμένη, όμοια με τις σιδερωμένες καρδιές των οπλιτών, οι μπότες να ’ναι γυαλισμένες, όμοιες με των δεκαοχτάχρονων κοριτσιών που μια αράδα να διάβαζαν για το τι γινόταν εβδομήντα χρόνια πριν στα μέρη που φραπεδιάζονται θα τις έκαιγαν στο τζάκι ή θα τις σούταραν στον σκουπιδοτενεκέ της γειτονιάς τους, το δίκοχο να ’ναι στητό, σαν το πέος που οι γερασμένες γλάστρες της ΤV γλείφουν, μπας και το αιδοίο τους ποτιστεί, και μαζί μ’ αυτό ανανεωθεί και η σύμβασή τους, η γραβάτα να ’ναι δεμένη σωστά, πρόβα για τη θηλιά που την πρώτη μέρα της απόλυσης τους περιμένει.

Τέτοια.

Έπειτα έπρεπε να τους στοιχήσω. Οι νταγλαράδες πρώτα, κατόπιν οι ζητάδες, οι δίες ή όποιοι άλλοι θεοί του πολέμου, στη μέση οι νορμάλ –μετέπειτα δημόσιοι υπάλληλοι με κεκτημένα και αποδεικτικά εγγραφής στις κλαδικές– και στο τέλος οι γιωτάδες
–καρπαζοεισπράκτορες των μπορντέλων, ή όπως ονομάζονται οι κλητήρες στα σπίτια με τα κόκκινα φανάρια. Φυσικά, προηγούνταν όλων οι γαλονάδες, οι πουλάδες, οι περιστεράδες, και, υπεράνω όλων, οι γερακαράδες – πτηνά της ζούγκλας που ούτε να τα καθαρίσεις δεν σου πάει η καρδιά.

Τέτοια.

Και ήρθε κάποια στιγμή που «έχω την τιμήν να σας ανακοινώνω το πέρας της παρελάσεως». Και στολές έγιναν ζέμπρες, οι μπότες γαλότσες, το δίκοχο ψάθινο καπέλο, η γραβάτα γόρδιος δεσμός. Όσο για τους νταγλαράδες, τους νορμάλ και τους μπασμένους, τις ξιφολόγχες τους μετρούν – για ένα κορμί ή για μια τυρόπιτα, δεν ξέρω. Για τους γαλονάδες, δε, ποντίκια κάνουν με τα γαλόνια το πετρέλαιο που κουβαλούν, τις σορούς τους να ζεστάνουν.

Εγώ πάλι, χαρτί αποσπάσεως πήρα σε στρατόπεδο άλλο, δυτικά της πόλης. Α2, πάλι. Να παραλαμβάνω σήματα ρητά και άρρητα, να μεταφέρω επιστολές διαβαθμισμένες και αδιαβάθμητες, να στέλνω σήματα καπνού ή πίπας.

Γαμώ την τύχη μου!

Posted in work | Σχολιάστε

Κύμβαλα αλαλάζοντα

«Ο χρόνος είναι χρήμα / στην κουζίνα Λαγκοστίνα / τη ζωή σου είναι κρίμα / στην κουζίνα να περνάς». Το θυμάστε το άσμα που έντυνε τη διαφήμιση; Προσωπικά, απ’ έξω, όπως φαίνεται, αν και τα διαφημιζόμενα προϊόντα ίσα που γλείφουν τη μνήμη του εγκεφάλου μου, με ελάχιστη πλέον χωρητικότητα, παρ’ όλες τις εκκλήσεις στα γατόνια του τεχνικού τμήματος για αναβάθμιση. Ίσως έτσι να ’ναι καλύτερα, παρά να καταλήξω ατάλαντος παρτενέρ, κολλητός του Φρανκεστάιν.

Παρενθετικά, ανακαλώ το ποιηματάκι και διερωτώμαι αν ο συντάξας αυτό ζήτησε την άδεια για χρήση μέρους του από τον συγγράψαντα αρχαίο αυτού πρόγονο, ή αν ο αρχαίος αυτού πρόγονος ανταποδοτικό τι ζήτησε για την εκχώρηση των πνευματικών του δικαιωμάτων. Ή μήπως το «δει δη χρημάτων» ουδεμία σχέση έχει με το διαφημιστικό προϊόν, οπότε αθώος ο κατηγορούμενος περί του αδικήματος του copy-paste, αθώος και ο κατήγορος, στην περίπτωση που ελλόχευε υποψία περί μαύρου ανταποδοτικού οφέλους;

Έχουν δεν έχουν περάσει πέντε χρόνια από ένα ηλιόλουστο πρωινό Σαββάτου, όταν έπινα την εσπρεσάδα μου παρέα με έναν φίλο τραπεζικό – για την αποκατάσταση της αλήθειας, πρώην φίλο, ή νυν φίλο με προϋποθέσεις, αν μπορεί να υπάρχει τέτοιος.

Μεταξύ των διαφόρων κοσμητικών με τα οποία έραινε τον φρέντο ξεστόμισε μία λέξη που στα αφτιά μου ήχησε σαν κατσταρολικό σκεύος, όμοιο με της διαφήμισης, σε προχωρημένη όμως αποσύνθεση: «στοχοποίηση», τουτέστιν: Για να συνεχίσει κάθε υπάλληλος να διατηρεί τις ελπίδες του περί εξασφάλισης της εργασίας του (στη χειρότερη περίπτωση) ή περί ανέλιξης στις ανώτερες τάξεις (στην καλύτερη περίπτωση),  έπρεπε να εκπληρώσει τους στόχους που έθετε η φάμπρικα: να την πέσει αγενώς στον οφειλέτη, να την πέσει ευγενώς στη γυναίκα τού οφειλέτη, να την πέσει σεμνοπρεπώς στα τέκνα τού ζεύγους, να την πέσει comme il faut στα πεθερικά τού ζεύγους, να την πέσει ευσχημώνως στους φίλους τού ζεύγους, να τη πέσει ημιπροστύχως στους γκόμενους/γκόμενες ενός εκάστου των διαβιούντων μελών, και πάει λέγοντας. Προκειμένου λοιπόν η διοίκηση της τράπεζας να μη ροκανίσει χρόνο (δηλαδή, χρήμα) για να συντάξει ένα πλήρες σχέδιο επίθεσης (σε ποιους την πέφτουμε, πώς την πέφτουμε, γιατί την πέφτουμε, πώς θα γίνει να μη μας την πέσουν), επιστράτευσε όλη το διανοητικό της think tank, το οποίο απεφάνθη ότι όλα τα ανωτέρω εμπεριέχονται στην άκαυλη τούτη λέξη.

Με την πάροδο του χρόνου, στον χορό μπήκαν και άλλες φάμπρικες κατσαρολικών, η κάθε μία εκ των οποίων, αφενός για να διαφημίσει την πραμάτεια της με το ελάχιστο κόστος, αφετέρου για να εξέλθει νικηφόρα στον ανώμαλο δρόμο των ανώμαλων μυαλών, εφηύρε τα δικά της αλαλάζοντα κύμβαλα: ανωτατοποίηση, γυναικοποίηση, θηλυκοποίηση, εκδημοκρατικοποίηση, οραματοποίηση, αποσπουδαιοποίηση, καθημερινοποίηση, παιχνιδοποίηση, απουσιοποίηση, γραφειοκρατικοποίηση, επαναστατικοποίηση, διαλυτικοποίηση, φυσικοποίηση, φελαχοποίηση, συνταγοποίηση, συνολικοποίηση, σεξουαλικοποίηση, σαλατοποίηση και άλλα ων ουκ έστι αριθμός.

Και για να μη φανεί πως κατηγορώ όλα τα κατσαρολικά, σπεύδω να σημειώσω ότι το δικό μου διατηρεί ακόμα εν δεύτερο αυτοσεβασμού: «αρχικοποίηση» μου επισημαίνει με το που πάω να βγάλω το ψωμί μου, «έξοδος από το newsasset» υπενθυμίζει όταν το έχω βγάλει. Εύχομαι να μην παρασυρθεί από τη εξοδοποίηση των συναδέλφων μου που συντελείται στο όνομα της μνημονοποίησης, ισοδύναμης της κολλυβοποίησης της γαστέρας τους.

Posted in work | Σχολιάστε

Στην έμορφή μας Ξάνθη

Πάνε δεκαπέντε χρόνια από τότε που μια μέρα του Οκτώβρη έφυγα από την Ξάνθη. Δάσκαλος ενισχυτικής διδασκαλία ήμουν τον χρόνο που προηγήθηκε σε δύο μειονοτικά χωριά: Εχίνος και Πάχνη. Δεν θα αναφερθώ σε τούτες τις γραμμές στο τι κατάφερα, που λίγες θα έπιαναν, ούτε στο τι δεν κατάφερα, πολλές, και κοκκινισμένες, θα ’ταν. Άλλωστε, και μόνο το ρήμα «κατάφερα» αρκεί για να με κατατάξει κανείς στους ανεπαρκείς, στην καλύτερη περίπτωση, ή στους αλαζόνες, στη χειρότερη (;), «λειτουργούς της εκπαίδευσης». Θα δεχτώ τον όποιο χαρακτηρισμό.

Αλλού το πάω. Στη Σαλόνικα το σαββατιάτικο πρωινό τυπικό περιλαμβάνει: ψώνια στο σούπερ (κατά βάσιν κωλόχαρτα), οφθαλμόλουτρο στους χάι και μεσοχάι και υποχάι εμπορικούς δρόμους (αναλόγως αν ο «επαρχιώτης στην Ομόνοια» εμπίπτει στην κατηγορία των εχόντων και κατεχόντων, των θλιβερών μεσοαστών ή των δουλοπαροίκων) και προετοιμασία του μεσημεριανού γεύματος (αστακού, τσιπούρας ή γαύρου, για εκάστη εκ των ανωτέρω κατηγοριών). Μείζων δε πάντων και πάντων προηγηθέντων, ο πρωινός καφές (βλ. λήμμα «νεροζούμι», μετά του επιθέτου «πανάκριβο»).

Στην Ξάνθη το τυπικό ήταν παρόμοιο. Με μία αναγκαία, και εν πολλοίς απαράβατη, προσθήκη: μια βόλτα στο παζάρι. (Και άλλη λάθος χρήση, στο συγκεκριμένο επικοινωνιακό περιβάλλον, μιας λέξης: «βόλτα» στα μέρη εκείνα –φαντάζομαι και σε άλλα, αλλά για ’κείνα με παίρνει να μιλήσω– σημαίνει την απογευματινή πασαρέλα στα χωριά, όπου οι υποψήφιες νύφες περιφέρουν τα κάλλη τους, και οι μέλλοντες γαμπροί τζογάρουν στο χρηματιστήριο του ανδρισμού τους.) Δεν ξέρω πόσο ξακουστό, φημισμένο, διάσημο (προσθέστε επίθετα κατά βούλησιν) είναι το παζάρι της μισοακριτικής πόλης. Για κάποιον που πρωτοπάει, πάντως, είναι μοναδικό.

Μοναδικό; Μεγάλα λόγια, για ακόμα μία φορά. Φτάνει να τραβήξεις μια τζούρα από τα ενδότερα των συγκροτημάτων της τέταρτης εξουσίας, και πάραυτα θα ανακαλέσεις. Άνθρωποι δίχως πρόσωπα, λέξεις δίχως γράμματα, μηχανές δίχως γρανάζια, ήχοι δίχως μουσική, βλέμματα δίχως κόρες, μυρωδιές δίχως ανάσες, χέρια χωρίς αποτυπώματα: αντικείμενα. Σαν τα ασπόνδυλα ψάρια, τα αποστεωμένα ζώα, τα άκαρδα μαρούλια των παζαριών.

Δίχως ιδρώτα. Δίχως τιμή. Δίχως προορισμό.

Ξεπουλημένα. Free. Χύδην.

Προκάτ.

Πόσο παζαρεύεται το τίποτα;

Posted in work | Σχολιάστε

Ο πεθαμένος και η ανάσταση

Είδα τον πρώτο μου θάνατο όταν ήμουν δημοτικό. Ο θανών ήταν και αυτός δημοτικό.

Θα ήταν προς τα μέσα του επαγγελματικού Γολγοθά της μάνας μου, όταν μια καλοκαιρινή μέρα πήγα στο νοσοκομείο να την πάρω, για να γυρίσουμε παρέα σπίτι. Τη μέρα εκείνη το «Κεντρικό» είχε εφημερία. Η μάνα μου ήταν προϊσταμένη στα Εξωτερικά Ιατρεία, εκεί δηλαδή που δένουν τα βουβά ή τα ουρλιάζοντα ασθενοφόρα, ξεβράζοντας από ελαφρά τραυματίες μέχρι πτώματα.

Στην περίπτωση της πρώτης γνωριμίας μου με τον Χάρο, είχαν ήδη αρχίσει να παίζονται τα καρέ της ταινίας από τη ζωή αυτού που αποχαιρετά τη ζωή. Λένε πως κρατάνε λίγο. Λέω πως δεν έχει εισιτήριο.

Παρ’ όλες τις προσπάθειες του ιατρικού και νοσηλευτικού προσωπικού, το παιδί πέθανε. Το σεντόνι σκέπασε το κορμί του, τα μηχανήματα έσβησαν, οι γιατροί σκούπισαν τον ιδρώτα που ποτάμι κατέβαινε από τις τεχνητές αναπνοές, και η μάνα μου ανήγγειλε τον θάνατο στους συγγενείς του μικρού.

Μετά συνέχισε τη δουλειά της.

Δεν ήξερα πώς λες σε κάποιον πως πέθανε ο γιος του ή η κόρη του ή όποιο προσφιλές του πρόσωπό. Δεν ήξερα πώς χαρακώνεις, έστω πτώμα, για να διαπιστώσεις τα αίτια του θανάτου του. Δεν ήξερα πώς σακουλιάζεις νεκρό στον δρόμο σμπαραλιασμένο από αυτοκινητιστικό ή καρβουνιασμένο από πυρκαγιά. Και δεν ήξερα πως μετά από αυτά συνεχίζεις τη ζωή σου.

Είχα ένα βύσμα για να το μάθω: τη μάνα μου. Δεν τη ρώτησα, δεν μου είπε.

Σαν να έπρεπε να ’θρει το πλήρωμα του χρόνου, κατά πώς λένε, για να ξαναδώσω ραντεβού με το δρεπάνι της ζωής, όταν έπιασα δουλειά στην άλλη πλευρά της πόλης απ’ όπου φυτρώνουν τα κυπαρίσσια. Ραντεβού που κρατά μέχρι σήμερα.

Ψάρακας στην εργασία, στην αρχή βοηθούσα τις δύο συναδέλφισσες που διόρθωναν, μεταξύ άλλων, τα κοινωνικά: γάμους, ευχαριστήρια, μνημόσυνα. Και κηδείες. Μια μικρή Θέρμη πέρασε από τα μάτια μου. Σα να διόρθωνα όχι χαρτί, μα σα να λάξευα μάρμαρο. Να λαξευτεί σωστά. Λαξευτής μαρμάρου: αυτό ήμουν.

Δεν πέρασε πολύς καιρός και από διορθωτής τεθνεώτων έγινα επιμελητής κλοπών, διαρρήξεων, ληστειών, βιασμών, φόνων, δολοφονιών, πολέμων, εκκαθαρίσεων, ναυαγίων, λιμών, λοιμών και καταποντισμών. Η μικρή Θέρμη έγινε Συμμαχικό Νεκροταφείο. Αναβαθμίστηκα, έτσι νόμισα. Έκανα λάθος. Λαξευτής μαρμάρου: αυτό παρέμεινα.

Υπάλληλος του τσεκ ιν για τον άλλο κόσμο. Αυτό είναι ο διορθωτής. Όνομα θύτη σωστό, επώνυμο θύτη σωστό, όνομα θύματος σωστό,  επώνυμο θύματος σωστό, ηλικία σωστή, σφαίρες σωστές, ρίχτερ σωστά, αριθμός πτωμάτων σωστός, διάγνωση ιατροδικαστή σωστή. Θάνατος σωστός.

Και μετά, μπίρες – αντί για χάμπρουγκερ, κάθε μία και δεκαπέντε, που μου ’παιρνε η μάνα μου.

Ώρες ώρες θέλω να κάψω όλες τις γραμματικές και τα λεξικά.

Posted in work | 1 σχόλιο

Έξοδος

Η πόλη μου είναι μια πασαρέλα. Που λαμβάνει χώρα σε παπαγεωγοπούλεια πλακάκια. Που θα λαμβάνει χώρα σε μπουτάρεια παγκάκια. Που ξεκινά το πρωί, όταν οι διορθωτές κοιμούνται. Που τελειώνει το βράδυ, όταν οι διορθωτές ξυπνούν. Που νικητής είναι το σώμα. Που ηττημένος είναι το πνεύμα.

Κάθε θηλυκό, και μοντέλο. Κάθε μοντέλο, και καημός. Κάθε καημός, και δάκρυ
– πόθος, ήθελα να γράψω.

Για να πάρεις μια τζούρα του τρέχοντος fashion status, δεν χρειάζεται να στηθείς με τις ώρες στην TV, ούτε να δαπανήσεις χρόνο και χρήμα στα gay ή στα lesbian κομμωτήρια. Αρκεί να ροδοβολήσεις στο κέντρο, ή το απόκεντρο, και να ρουφήξεις, όχι τις αναθυμιάσεις των άσπαστων ή σπαστών λεωφορείων, άλλα την ευωδία της γυναικείας σάρκας που επιβιβάζεται σ’ αυτά – σπάνιο, βέβαια, καθότι η επιβίβαση του φύλου που γιορτάζει, κι ας μην το ξέρει, 365 μέρες τον χρόνο, γίνεται εντός χαμηλόκωλων Porsche ή ψιλοτάκουνων Mercedes, οπότε αυτό που σου φανερώνεται, αν είσαι τυχερός και προσεκτικός, είναι ο αλαβάστρινος μηρός, η θέα του οποίου αποκαλύπτεται ανάλογα με το όχημα το οποίο τον φιλοξενεί.

Κάθε μοντέλο είναι η ενσάρκωση του τέλειου επιμελητή:

Αν ο καλλωπισμός είναι τα προκαταρκτικά της εξόδου, η εισαγωγή είναι το ψήσιμο του αναγνώστη: όσο πιο πετυχημένο, τόσο πιο πολλά υποσχόμενο.

Αν η ένδυση είναι ανάδειξη του κορμιού, το κείμενο είναι η αδαμιαία περιβολή του: όσο πιο λιτό, τόσο πιο ποθητό.

Αν η έκδυση είναι η συνεύρεση σωμάτων, ο επίλογος είναι η συνουσία του μυαλού: όσο πιο περιεκτική, τόσο πιο μεθυστική.

Για να γίνεις καλός επιμελητής, δύο σχολές μπορείς να επιλέξεις:

ή τη Φιλοσοφική

ή του δρόμου

Posted in work | Σχολιάστε

Κανίβαλοι, ε, κανίβαλοι

Οι ταλιμπάν κρεμούν ανθρώπους (και εφημερίδες). Οι ατάλιμπαν, εφημερίδες. Οι ταλιμπάν το κάνουν μια κι έξω. Οι ατάλιμπαν το κάνουν όλη τη μέρα. Οι ταλιμπάν έχουν τη συλλογική τους δικαιοσύνη. Οι ατάλιμπαν έχουν την προσωπική τους δικαιοσύνη. Οι ταλιμπάν δεν ξέρουν τη λέξη συγγνώμη. Οι ατάλιμπαν την ξέρουν αλλά αγνοούν τι σημαίνει. Οι ταλιμπάν εκτελούν δημοσίως. Οι ατάλιμπαν κατ’ ιδίαν. Οι ταλιμπάν εκτελούν για κάτι που φέρεται πως έγινε. Οι ατάλιμπαν για κάτι που είναι σίγουροι πως έγινε. Οι ταλιμπάν απαγχονίζουν με σχοινί. Οι ατάλιμπαν απαγχονίζουν με λέξεις. Οι ταλιμπάν φορούν πρόσωπο. Οι ατάλιμπαν φορούν φερετζέ.

Κάθε που κρεμιέται το φύλλο της επομένης, κρεμιούνται και οι δημιουργοί του: ο διευθυντής για το θέμα, ο αρχισυντάκτης για τις ειδήσεις, ο art director για το στήσιμο, ο σκαναρίστας για τις φωτό, ο τυπογράφος για τη στοιχειοθεσία, ο διανομέας για την έγκαιρη παράδοση, ο διορθωτής για τις λέξεις. Πώς κρατιούνται όλοι αυτοί από ένα μανταλάκι, είναι απορίας άξιον. Και πώς αντέχουν κρεμασμένοι μέχρι να ξεκρεμαστούν, απορίας άξιον στο τετράγωνο. Η μοναδική στιγμή της φαινομενικής αποκαθήλωσης είναι η ώρα που το μανταλάκι χαλαρώνει, για να τυλιχτούν φύλλα και άνθρωποι σε ένα νέο μανταλάκι, σχοινί αυτή τη φορά, για να πάρουν τον δρόμο για την ανακύκλωση, από τον μύλο της οποίας νέο χαρτί θα γεννηθεί, για να κρεμαστούν πάλι σε μανταλάκι φύλλα και άνθρωποι.

Μέχρι τότε, οι ατάλιμπαν ταλιμπανίζουν. Για το προπαγανδιστικό θέμα, για τις ανιεράρχητες ειδήσεις, για το κλεψιμέικο στήσιμο, για τις ανεπεξέργαστες φωτό, για τη φιδίσια στοιχειοθεσία, για τα λάθη. Όσο ο ήλιος βαστά, όσο η λάμπα φέγγει. Όσο η προσωπική τους δικαιοσύνη τους κλείνει το ένα μάτι, από τον φόβο μήπως η συλλογική δικαιοσύνη τους κλείσει και τα δύο οριστικά. Όσο η λέξη συγγνώμη, θα ταυτίζεται με την ανικανότητα, την τεμπελιά, τον αντιεπαγγελματισμό. Όσο η ιδιωτική κριτική θα ταυτίζεται με τη δημόσια σιωπή. Όσο η de facto αποδοχή θα συνιστά την de jure παραδοχή. Όσο θα φτιάχνονται ακόμα κόμποι. Όσο θα πλέκονται ακόμα φερετζέδες.

Οι ταλιμπάν κάποτε ξεκρεμούν τους ανθρώπους. Οι ατάλιμπαν, ποτέ.

Posted in work | Σχολιάστε

Όταν κολλά ο δίσκος

Θα…ήθ…ήθ…ήθελ…ήθελα…έεενα…ποοο…ποοοτή…ποτήηηρι…κρααα…κραασί.

Πόσο γελοίος μπορείς να είσαι όταν δεν κοιτάζεσαι στον καθρέφτη; Πόσο γελοίος μπορείς να είσαι όταν νομίζεις ότι δεν σου χρειάζεται καθρέφτης; Πόσο γελοίος μπορείς να είσαι όταν, κουλτουριάρης γαρ, πιστεύεις ότι ο «Καθρέφτης» είναι η κορυφαία ταινία του Ταρκόφσκι, με πρωταγωνιστές όλους εκτός από σένα;

Πιτσιρικάδες, γελούσαμε με τον κεκεδισμό του διπλανού μας, τόσο που αδυνατούσαμε να αντιληφθούμε τον κεκεδισμό των δικών μας χαχανητών. Που κοκκινίζαμε από τα γέλια, αντί να κοκκινίσουμε από ντροπή – έτσι είναι: τα λεξικά τα γράφουν όχι αυτοί που ξέρουν την ετυμολογία των λέξεων, αλλά αυτοί που για βραδινό έχουν το ξεροκόμματο της πραγματικότητας, και για πρωινό το κατακάθι του ονείρου.

Όχι φυσικά αυτού του ονείρου με το οποίο κάθε μάνα ή πατέρας κοιμάται: πότε το βλαστάρι τους κεκεδίσει τις πρώτες του λέξεις και ποιες θα είναι αυτές
– μα…μα…μαμά, μπα…μπα…μπαμπά. Ούτε του ονείρου που σαν στηθοσκόπιο ψαύει τα χείλια του μελλοθάνατου πατέρα, της μελλοθάνατης μάνας ή της μελλοθάνατης αγαπητικιάς, τελευταίες συμβουλές να κεκεδίσει για τον εδώ, τουλάχιστον, κόσμο – αυτά είναι τα άφωνα όνειρα, της αρχής και του τέλους, και σε τούτο διαφέρουν από τα άλλα, τα ενδιάμεσα, τα καθημερινά: τα λόγια υποτάσσονται στη σιωπή.

Αλλά του ονείρου της πραγματικότητας.

Της δουλειάς: που ο κεκεδισμός των λέξεων διασώζει το ρητό της κυριολεξίας.

Του έρωτα: που ο κεκεδισμός των λέξεων περισώζει το άρρητο της μεταφοράς.

Δύο, τουλάχιστον, κατηγορίες ανθρώπων κεκεδίζουν: οι ερωτευμένοι και οι διορθωτές. Οι πρώτοι κεκεδίζουν την καρδιά τους. Οι δεύτεροι κεκεδίζουν το μυαλό τους.

Και δύο, τουλάχιστον, κατηγορίες ανθρώπων διαφέρουν: οι ερωτευμένοι και οι διορθωτές. Τα χείλη των πρώτων παύουν κάποια στιγμή να κεκεδίζουν. Τα χείλη των δεύτερων κεκεδίζουν διαρκώς.

Μην να είναι αυτός ο λόγος που οι διορθωτές ερωτεύονται μόνο στον ύπνο τους;

Posted in work | Σχολιάστε

Ο παλμογράφος της καρδιάς μας

Τρεις ανάσες υπάρχουν: της γέννας, του έρωτα και του θανάτου. Στην πρώτη και την τελευταία, ανασαίνουν άλλοι για εμάς. Στη δεύτερη, ανασαίνουμε εμείς για άλλους. Σε καμιά δεν ανασαίνουμε μόνοι μας. Μόνοι μας ανασαίνουμε μόνο στην εντατική.

Ανασαίνουμε τραγουδώντας, χορεύοντας, πίνοντας μικρές ή μεγάλες ρουφηξιές, τραβώντας μικρές ή μεγάλες τζούρες, γράφοντας και σβήνοντας.

Διαβάζοντας.

Ανασαίνουμε με σελίδες. Με τις μαύρες, τις ερωτικές. Με τις λευκές, της αρχής και του τέλους. Κανένα βιβλίο δεν ξεκινά με μαύρη σελίδα. Κανένα βιβλίο δεν τελειώνει σε μαύρη σελίδα. Ο κύκλος είναι ο ίδιος: γέννα, έρωτας, θάνατος.

Ανασαίνουμε με τις λέξεις. Τις μικρές και τις μεγάλες. Τις ανύμφευτες και τις νυμφευμένες.

Ανασαίνουμε με την ιλαρά των γραμμών. Με τη βροχή που συναντά τα στίγματα. Με τα οριζόντια, μικρά ή μεγάλα, σπαθιά. Με τα ανάποδα τσιγκέλια.

Ανασαίνουμε με το προσωπικό μας κόμμα. Από τότε που η ανεμοβλογιά έπαψε να πατά στη γη, μόνο αυτό μας έμεινε.

Αν κάτι ντρέπομαι να σβήσω, είναι το κόμμα. Αν κάτι ντρέπομαι να προσθέσω, είναι το κόμμα. Σβήνοντας και προσθέτοντας, γινόμαστε μηχανήματα τεχνητής αναπνοής. Μόνιτορ στην εντατική. Αλλά στην εντατική αναπνέουμε μόνοι μας, ούτε με τους άλλους, ούτε για τους άλλους.

Το κόμμα του κειμένου είναι η αναπνοή μας. Το κόμμα της εντατικής, ο θάνατός μας.

Posted in work | Σχολιάστε